Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Ιστορικό
Η ιστορία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ξεκινά με την Κοινή Συνέλευση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), η οποία αποτελεί την κοινή συνέλευση των τριών υπερεθνικών ευρωπαϊκών κοινοτήτων της εποχής. Η συνέλευση απέκτησε στη συνέχεια την ονομασία «Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο». Με την πάροδο του χρόνου, το θεσμικό αυτό όργανο, του οποίου τα μέλη εκλέγονται άμεσα από το 1979, γνώρισε ριζικές αλλαγές: από μια συνέλευση με διορισμένα μέλη εξελίχθηκε σε εκλεγμένο κοινοβούλιο που διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Νομική βάση
- Οι αρχικές Συνθήκες (1.1.1, 1.1.2, 1.1.3, 1.1.4, 1.1.5)
- Απόφαση και για την εκλογή των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση καθολική ψηφοφορία (20Σεπτεμβρίου1976), όπως τροποποιήθηκε με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου και της 23ηςΣεπτεμβρίου2002.
- Άρθρο 14 παράγραφος 2 και άρθρο 17 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ).
Τρεις Κοινότητες, μία Συνέλευση
Μετά την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, η Κοινή Συνέλευση της ΕΚΑΧ διευρύνθηκε για να καλύψει και τις τρεις Κοινότητες. Η νέα συνέλευση αριθμούσε 142 μέλη και πραγματοποίησε την εναρκτήρια συνεδρίασή της στις 19 Μαρτίου 1958, στο Στρασβούργο, ως «Ευρωπαϊκή Κοινοβουλευτική Συνέλευση», ενώ στις 30 Μαρτίου 1962 μετονομάστηκε σε «Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο».
Από διορισμένη Συνέλευση σε εκλεγμένο Κοινοβούλιο
Πριν από την καθιέρωση των άμεσων εκλογών, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διορίζονταν από τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών. Ως εκ τούτου, όλοι οι βουλευτές είχαν διπλή εντολή.
Η Διάσκεψη Κορυφής των Παρισίων, στις 9 και 10 Δεκεμβρίου 1974, αποφάσισε ότι οι άμεσες εκλογές έπρεπε «να διεξαχθούν το 1978 ή μετά το 1978», και το Κοινοβούλιο κλήθηκε να υποβάλει νέες προτάσεις προκειμένου να αντικαταστήσει το αρχικό του σχέδιο σύμβασης του 1960. Τον Ιανουάριο του 1975, το Κοινοβούλιο ενέκρινε νέο σχέδιο σύμβασης, βάσει του οποίου οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων, αφού διευθέτησαν ορισμένες διαφορές, κατέληξαν σε συμφωνία κατά τη συνεδρίασή τους στις 12 και 13 Ιουλίου 1976.
Η Απόφαση και Πάξη για την εκλογή των εκπροσώπων στη Συνέλευση με άμεση καθολική ψηφοφορία υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες στις 20 Σεπτεμβρίου 1976. Αφού κυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη, η πράξη τέθηκε σε ισχύ τον Ιούλιο του 1978 και οι πρώτες εκλογές διεξήχθησαν στις 7 και 10 Ιουνίου 1979.
Διευύνσεις
Με την ένταξη της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες την 1ηΙανουαρίου1973 (), ο αριθμός των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αυξήθηκε κατά198.
Στη δεύτερη διεύρυνση, με την την 1ηΙανουαρίου1981, η Βουλή των Ελλήνων διόρισε στο Κοινοβούλιο 24βουλευτές, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν τον Οκτώβριο του 1981 από άμεσα εκλεγμένους βουλευτές. Οι δεύτερες άμεσες εκλογές διεξήχθησαν στις 14 και 17Ιουνίου1984.
Την 1ηΙανουαρίου1986, με την , o αριθμός των εδρών αυξήθηκε από434 σε518 με την άφιξη 60Ισπανών και 24Πορτογάλων βουλευτών, οι οποίοι είχαν διορισθεί από τα εθνικά τους κοινοβούλια και εν συνεχεία αντικαταστάθηκαν από άμεσα εκλεγμένους βουλευτές.
Μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, η σύνθεση του Κοινοβουλίου προσαρμόστηκε ώστε να αντικατοπτρίζει τη δημογραφική μεταβολή. Σύμφωνα με τις προτάσεις που παρουσίασε το Κοινοβούλιο στο σχετικά με «Μια ενιαία εκλογική διαδικασία: ένα σύστημα κατανομής των εδρών των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου», ο αριθμός των βουλευτών του ΕΚ αυξήθηκε από 518 σε 567 για τις εκλογές του Ιουνίου 1994. Μετά την , o αριθμός των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αυξήθηκε σε626, με δίκαιη κατανομή εδρών για τα νέα κράτη μέλη σύμφωνα με το προαναφερθέν ψήφισμα.
Η Διακυβερνητική Διάσκεψη της Νίκαιας του 2000 θέσπισε νέο σύστημα κατανομής των εδρών του Κοινοβουλίου, το οποίο εφαρμόστηκε στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2004. Ο μέγιστος αριθμός βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (που προηγουμένως είχε οριστεί σε 700) αυξήθηκε σε 732. Ο αριθμός των εδρών που κατανέμονταν στα 15 υφιστάμενα κράτη μέλη μειώθηκε κατά91 έδρες (από 626 σε535). Οι υπόλοιπες 197 έδρες κατανεμήθηκαν μεταξύ όλων των υφιστάμενων και των νέων κρατών μελών σε αναλογική βάση.
Με την την 1ηΙανουαρίου2007, ο αριθμός των εδρών του Κοινοβουλίου αυξήθηκε προσωρινά σε 785 προκειμένου να καταστεί δυνατή η υποδοχή των βουλευτών από τις δύο αυτές χώρες. Μετά τις εκλογές του 2009, που διεξήχθησαν από τις 4 έως τις 7Ιουνίου, ο αριθμός των εδρών μειώθηκε σε736. Επειδή η Συνθήκη της Λισαβόνας, σύμφωνα με το άρθρο14, παράγραφος 2 ΣΕΕ, προέβλεπε μέγιστο αριθμό 751 βουλευτών, που θα αυξάνονταν προσωρινά σε 754 μέχρι τις επόμενες εκλογές, 18 βουλευτές του ΕΚ προστέθηκαν στους 736 που είχαν εκλεγεί τον Ιούνιο του 2009 για την κοινοβουλευτική περίοδο 2009-2014, μετά από κύρωση από τα κράτη μέλη ενός τροποποιητικού πρωτοκόλλου που εγκρίθηκε στο πλαίσιο της Διακυβερνητικής Διάσκεψης της 23ηςΙουνίου2010. Με την προσχώρηση της Κροατίας την 1ηΙουλίου2013, ο μέγιστος αριθμός εδρών ανήλθε προσωρινά σε 766, προκειμένου να καταστεί δυνατή η υποδοχή των 12 Κροατών βουλευτών που εξελέγησαν τον Απρίλιο του 2013 (σύμφωνα με το άρθρο 19 της ).
Για τις εκλογές του 2014, ο συνολικός αριθμός εδρών μειώθηκε σε 751. Στη συνέχεια, επανεξετάστηκε η κατανομή των εδρών (με 705 βουλευτές) ενόψει της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1ηΦεβρουαρίου2020 (1.3.3). Λόγω των δημογραφικών αλλαγών στα κράτη μέλη μετά τις εκλογές του 2019, κατανεμήθηκαν 11 επιπλέον έδρες σύμφωνα με πρόταση του Κοινοβουλίου στο ψήφισμά του της 15ηςΙουνίου2023, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 ΣΕΕ. Με την , το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αύξησε περαιτέρω το ποσοστό αυτό κατά τέσσερις ακόμα έδρες, ορίζοντας τον συνολικό αριθμό των βουλευτών του ΕΚ που θα εκλεγούν για την κοινοβουλευτική περίοδο 2024-2029 σε 720.
Σταδιακή αύξηση των εξουσιών
Η αντικατάσταση των εισφορών των κρατών μελών από ιδίους πόρους της Κοινότητας (1.4.1) οδήγησε στην πρώτη αύξηση των δημοσιονομικών εξουσιών του Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της που υπεγράφη στις 22Απριλίου1970. Μια δεύτερη Συνθήκη, που αφορούσε το ίδιο θέμα και η οποία ενίσχυσε τις εξουσίες του Κοινοβουλίου, υπεγράφη στις (1.1.2).
Με την της 17ηςΦεβρουαρίου1986 ενισχύθηκε ο ρόλος του Κοινοβουλίου σε ορισμένους νομοθετικούς τομείς (διαδικασία συνεργασίας) και έκτοτε για τις συνθήκες προσχώρησης και σύνδεσης απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του.
Η (ΣΕΕ) της 7ηςΦεβρουαρίου1992, με την οποία ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και καθιερώθηκε η διαδικασία της συναπόφασης για ορισμένους τομείς της νομοθεσίας, ενώ επεκτάθηκε η διαδικασία της συνεργασίας σε άλλους τομείς, σηματοδότησε την αρχή της εξέλιξης του Κοινοβουλίου σε συννομοθέτη. Η εν λόγω Συνθήκη κατέστησε το Κοινοβούλιο αρμόδιο για την τελική έγκριση της σύνθεσης της Επιτροπής, γεγονός που αποτέλεσε σημαντικό βήμα στον πολιτικό έλεγχο του εκτελεστικού σώματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το Κοινοβούλιο(1.1.3).
Η της 2αςΟκτωβρίου1997 μεταρρύθμισε και επέκτεινε τη διαδικασία συναπόφασης στους περισσότερους τομείς της νομοθεσίας, χορηγώντας στο Κοινοβούλιο νομοθετικές εξουσίες ισότιμες με εκείνες του Συμβουλίου. Καθώς ο διορισμός του Προέδρου της Επιτροπής υπόκειται πλέον στην έγκριση του Κοινοβουλίου, αυξάνονται και οι αρμοδιότητες ελέγχου που ασκεί το Κοινοβούλιο επί της εκτελεστικής εξουσίας. Η Συνθήκη της Νίκαιας διεύρυνε περαιτέρω το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας της συναπόφασης.
Η , που τροποποίησε τη ΣΕΕ, τις ιδρυτικές Συνθήκες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΣΕΚ) και ορισμένες συναφείς πράξεις, υπεγράφη στις 26Φεβρουαρίου2001 και τέθηκε σε ισχύ την 1ηΦεβρουαρίου2003. Στόχος της νέας αυτής συνθήκης ήταν η μεταρρύθμιση της θεσμικής δομής της ΕΕ ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις της μελλοντικής διεύρυνσης. Οι νομοθετικές και εποπτικές εξουσίες του Κοινοβουλίου αυξήθηκαν ενώ η ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία επεκτάθηκε σε περισσότερους τομείς στο Συμβούλιο (1.1.4).
Η (1.1.5) της 13ηςΔεκεμβρίου2007 σηματοδότησε μια άλλη σημαντική επέκταση τόσο της εφαρμογής της ειδικής πλειοψηφίας στο Συμβούλιο (με τη χρήση μιας νέας μεθόδου από 1ηΝοεμβρίου2014 – άρθρο16 ΣΕΕ) όσο και της εφαρμογής της διαδικασίας της συναπόφασης (που καλύπτει πλέον περίπου 45 νέους νομοθετικούς τομείς). Αυτή η «συνήθης νομοθετική διαδικασία» έγινε η πλέον διαδεδομένη διαδικασία λήψης αποφάσεων, καλύπτοντας όλους τους σημαντικούς τομείς πολιτικής της ΣΛΕΕ (άρθρο294 – πρώην άρθρο250 ΣΕΚ). Επίσης, ενισχύθηκε ο ρόλος του Κοινοβουλίου στην προετοιμασία μελλοντικών τροποποιήσεων της Συνθήκης (άρθρο48 ΣΕΕ). Επιπλέον, ως μέρος της Συνθήκης της Λισαβόνας (και, αρχικά, ως μέρος του ανεπιτυχούς σχεδίου Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης), ο , που υπεγράφη από τους Προέδρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της Επιτροπής και του Συμβουλίου κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας στις 7Δεκεμβρίου2000, κατέστη νομικά δεσμευτικός (4.1.2).
Με τις ευρωπαϊκές εκλογές της 23ης και 26ηςΜαΐου2019, κατέστη σαφές ότι το Κοινοβούλιο είχε αξιοποιήσει πλήρως τις διατάξεις του άρθρου 14 ΣΕΕ, το οποίο ορίζει ότι «το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ασκεί, από κοινού με το Συμβούλιο, νομοθετικά και δημοσιονομικά καθήκοντα. Ασκεί καθήκοντα πολιτικού ελέγχου.... Εκλέγει τον Πρόεδρο της Επιτροπής». Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο17 παράγραφος7 ΣΕΕ, τα άλλα μέλη της Επιτροπής υπόκεινται ως σώμα σε ψήφο έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Πρόσφατες έρευνες σχετικά με τη συμβολή του Κοινοβουλίου στην ανάπτυξη δείχνουν ότι η νομοθεσία που καταρτίζει συμβάλλει πάνω από ένα τρισεκατομμύριο EUR ετησίως στο ΑΕΠ της ΕΕ, ενισχύοντας τα δικαιώματα των κατοίκων και των επιχειρήσεων της ΕΕ [1] Μια άλλη σημαντική συνεισφορά παρέχεται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ (1.4.3) [2]. Η νομοθεσία βάσει στοιχείων και εμπειρογνωμοσύνης υποστηρίζεται από μελέτες και εργαστήρια που πραγματοποιούνται από πέντε θεματικά τμήματα τα οποία παρέχουν υψηλού επιπέδου ανεξάρτητη εμπειρογνωμοσύνη, αναλύσεις και συμβουλές πολιτικής κατόπιν αιτήματος επιτροπών, αντιπροσωπειών, του Προέδρου, του Προεδρείου και του Γενικού Γραμματέα.
Από τις εκλογές του 2014, τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα (1.3.3) παρουσίασαν τους κορυφαίους υποψηφίους για το αξίωμα του Προέδρου της Επιτροπής, με στόχο την αύξηση της συμμετοχής των ψηφοφόρων στις ευρωπαϊκές εκλογές.
Μετά την υπογραφή, στις 24Ιανουαρίου2020, της , το Κοινοβούλιο έδωσε την έγκρισή του στην απόφαση του Συμβουλίου να συνάψει την εν λόγω συμφωνία αποχώρησης (άρθρο50 παράγραφος2 ΣΕΕ). Η ψηφοφορία, με 621 υπέρ και 49 κατά, της 29ηςΙανουαρίου2020 ήταν επίσης η τελευταία φορά που βουλευτές του Ηνωμένου Βασιλείου συμμετείχαν στο Κοινοβούλιο, δεδομένου ότι η αποχώρησή του τέθηκε σε ισχύ την 1ηΦεβρουαρίου2020.
Στις 28Απριλίου2021, το Κοινοβούλιο έδωσε την έγκρισή του (άρθρο218 παράγραφος 6αΣΛΕΕ) στη σύναψη της .
Οι προσεχείς εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα διεξαχθούν μεταξύ 6-9Ιουνίου2024.
Το παρόν ενημερωτικό δελτίο συντάσσεται από το Θεματικό Τμήμα Δικαιωμάτων των Πολιτών και Συνταγματικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου.
Udo Bux / Mariusz Maciejewski