Ϸվ

Αστυνομική συνεργασία

Ο οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (ΕυӬπόλ) αποτελεί τον βασικό άξονα της ευρύτερης ενωσιακής υποδομής για την εσωτερική ασφάλεια. Η συνεργασία και οι πολιτικές στον τομέα της επιβολής του νόμου εξακολουθούν να αναπτύσσονται, με ιδιαίτερη έμφαση στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο και άλλων σοβαρών και οργανωμένων μορφών εγκλήματος. Βασικός στόχος είναι να καταστεί η Ευρώπη μια ασφαλέστερη περιοχή προς όφελος όλων των πολιτών της ΕΕ, όπου ταυτόχρονα θα γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι κανόνες για την προστασία των δεδομένων, όπως έχει ζητήσει επανειλημμένα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Νομική βάση

Άρθρα 33 (τελωνειακή συνεργασία), 87, 88 και 89 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

Στόχοι

Η αποτελεσματική αστυνομική συνεργασία είναι νευραλγικής σημασίας, προκειμένου η Ένωση να μετατραπεί σε χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που θα βασίζεται στον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η διασυνοριακή συνεργασία στον τομέα της επιβολής του νόμου, στην οποία εμπλέκονται οι αστυνομικές, τελωνειακές και άλλες αρχές επιβολής του νόμου, αποβλέπει στην πρόληψη, τον εντοπισμό και τη διερεύνηση ποινικών αδικημάτων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην πράξη, αυτή η συνεργασία αφορά κατά βάση τις σοβαρές μορφές εγκληματικότητας (όπως το οργανωμένο έγκλημα, η διακίνηση ναρκωτικών, η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η παραχάραξη του ευρώ, η εμπορία ανθρώπων, τα εγκλήματα στον κυβερνοχώρο) και την τρομοκρατία. Η ΕυӬπόλ είναι ο οργανισμός της ΕΕ για την επιβολή του νόμου.

Επιτεύγματα

A. Απαχές

Η αστυνομική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών άρχισε το 1976 μέσω της αποκαλούμενης «ομάδας Trevi», ενός διακυβερνητικού δικτύου εκπροσώπων των Υπουργείων Δικαιοσύνης και Εσωτερικών. Στη συνέχεια, η Συνθήκη του Μάαστριχτ καθόρισε τα ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος που θεμελίωσαν την ανάγκη για αστυνομική συνεργασία (τρομοκρατία, ναρκωτικά και άλλες μορφές διεθνούς εγκληματικότητας). Έθεσε επίσης την αρχή βάσει της οποίας δημιουργήθηκε μια «Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία» (ΕυӬπόλ), η οποία υλοποιήθηκε αρχικά ως Μονάδα Ναρκωτικών ΕυӬπόλ. Η Σύμβαση ΕυӬπόλ υπεγράφη στις 26 Ιουλίου1995, επισήμως όμως η υπηρεσία άρχισε να ασκεί τα καθήκοντά της μόλις την 1η Ιουλίου 1999, βάσει των ενισχυμένων αρμοδιοτήτων της που κατοχυρώθηκαν με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (που υπεγράφη στις 2 Οκτωβρίου 1997). Ωστόσο, είχε ήδη σημειωθεί πρόοδος στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας πριν από την ίδρυση της ΕυӬπόλ. H διασυνοριακή αστυνομική συνεργασία είχε ήδη ξεκινήσει με τη δημιουργία του Χώρου Σένγκεν το 1985, στον οποίο αρχικά συμμετείχε περιορισμένος αριθμός κρατών μελών (βλέπε επίσης δελτίο 4.2.4). Με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ, το κεκτημένο του Σένγκεν, συμπεριλαμβανομένων των πτυχών που σχετίζονταν με την αστυνομική συνεργασία, ενσωματώθηκε στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν και περιλήφθηκε στον τρίτο πυλώνα που έχει ως αντικείμενο τη διακυβερνητική συνεργασία. Η ίδια διακυβερνητική προσέγγιση χρησιμοποιήθηκε για τα μέτρα αστυνομικής συνεργασίας που θεσπίστηκαν από έναν μικρό αριθμό κρατών μελών στο πλαίσιο της Συνθήκης του Prüm, η οποία περιείχε διατάξεις σχετικά με την ανταλλαγή DNA, δακτυλικών αποτυπωμάτων και λεπτομερών στοιχείων όσον αφορά την ταξινόμηση οχημάτων. Η Συνθήκη του Prüm ενσωματώθηκε πλήρως στην έννομη τάξη της Ένωσης με την .

B. Ισχύον θεσμικό πλαίσιο

Το θεσμικό πλαίσιο απλοποιήθηκε σημαντικά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (ΣΛΕΕ) και πλέον τα περισσότερα μέτρα αστυνομικής συνεργασίας εγκρίνονται βάσει της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας (συναπόφαση) και υπόκεινται σε έλεγχο νομιμότητας από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, πέρα από το γεγονός ότι ο Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης έχει ούτως ή άλλως ειδικά χαρακτηριστικά [ρήτρες εξαίρεσης για την Ιρλανδία και τη Δανία (πρωτόκολλα21 και22 προσαρτημένα στη ΣΛΕΕ) και τα εθνικά κοινοβούλια έχουν προνομιούχο ρόλο (πρωτόκολλα1 και2)],οι τομείς της αστυνομικής και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις δεν έχουν ενταχθεί πλήρως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής ένωσης και διατηρούν σε κάποιο βαθμό τα αρχικά τους χαρακτηριστικά:

  • εκτός από την Επιτροπή, αρμοδιότητα πρωτοβουλίας έχουν και τα κράτη μέλη, υπό την προϋπόθεση ότι εκπροσωπούν το ένα τέταρτο των μελών του Συμβουλίου (άρθρο 76 ΣΛΕΕ)·
  • το Κοινοβούλιο απλά καλείται να εκφράσει τη γνώμη του για μέτρα επιχειρησιακής συνεργασίας, τα οποία εγκρίνονται ομόφωνα από το Συμβούλιο. Εάν δεν επιτευχθεί ομοφωνία στο Συμβούλιο, υπάρχει η δυνατότητα να συνεργαστούν εννέα ή περισσότερα κράτη μέλη στο πλαίσιο ενισχυμένης συνεργασίας. Στην περίπτωση αυτή, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναστέλλει τη διαδικασία προκειμένου να επιτευχθεί συναίνεση («ρήτρα συγκράτησης» σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ).

C. Κύριες νομοθετικές πράξεις στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας που έχουν εγκριθεί δυνάμει της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας

  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Αυγούστου 2013, για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2005/222/ΔΕΥ του Συμβουλίου (γνωστή ως οδηγία για το κυβερνοέγκλημα). Τα κράτη μέλη κλήθηκαν να ενσωματώσουν την οδηγία στην εθνική τους νομοθεσία το αργότερο έως τις 4 Σεπτεμβρίου 2015.
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Κατάρτιση στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (ΕΑΑ) και για την αντικατάσταση και κατάργηση της απόφασης 2005/681/ΔΕΥ του Συμβουλίου, σε ισχύ από 1η Ιουλίου 2016.
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, σχετικά με τη χρήση των δεδομένων που περιέχονται στις καταστάσεις ονομάτων επιβατών (PNR) για την πρόληψη, ανίχνευση, διερεύνηση και δίωξη τρομοκρατικών και σοβαρών εγκλημάτων. Τα κράτη μέλη κλήθηκαν να ενσωματώσουν την οδηγία στην εθνική τους νομοθεσία το αργότερο έως τις 25 Μαΐου 2018.
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, σχετικά με μέτρα για υψηλό κοινό επίπεδο ασφάλειας συστημάτων δικτύου και πληροφοριών σε ολόκληρη την Ένωση. Τα κράτη μέλη κλήθηκαν να ενσωματώσουν την οδηγία στην εθνική τους νομοθεσία το αργότερο έως την 9η Μαΐου 2018.
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου και για την τροποποίηση της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Τα κράτη μέλη κλήθηκαν να ενσωματώσουν την οδηγία στην εθνική τους νομοθεσία το αργότερο έως την 8η Σεπτεμβρίου 2018.
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Μαρτίου 2021, σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων·
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη λειτουργική διαχείριση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (eu-LISA), και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ.1987/2006 και της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1077/2011, σε ισχύ από 11ης Δεκεμβρίου 2018.
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με την εγκατάσταση, τη λειτουργία και τη χρήση του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν (SIS) στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, την τροποποίηση και κατάργηση της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1986/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της απόφασης 2010/261/ΕΕ της Επιτοπής, σε ισχύ από 28ης Δεκεμβρίου 2021 το αργότερο.
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για τη θέσπιση πλαισίου διαλειτουργικότητας μεταξύ των συστημάτων πληροφοριών της ΕΕ στον τομέα της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας, του ασύλου και της μετανάστευσης και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) 2018/1726, (ΕΕ) 2018/1862 και (ΕΕ) 2019/816.
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό τη διευκόλυνση της χρήσης χρηματοοικονομικών και άλλων πληροφοριών για την πρόληψη, την ανίχνευση, τη διερεύνηση ή τη δίωξη ορισμένων ποινικών αδικημάτων και την κατάργηση της απόφασης 2000/642/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Τα κράτη μέλη κλήθηκαν να ενσωματώσουν την οδηγία στην εθνική τους νομοθεσία το αργότερο έως την 1η Αυγούστου 2021.
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2021, σχετικά με την πρόληψη της διάδοσης τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο, που θα τεθεί σε ισχύ στις 7 Ιουνίου 2022.
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2022, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/794, όσον αφορά τη συνεργασία της ΕυӬπόλ με ιδιωτικούς φορείς, την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕυӬπόλ προς υποστήριξη ποινικών ερευνών και τον ρόλο της ΕυӬπόλ στην έρευνα και την καινοτομία, που τίθεται σε ισχύ στις 28 Ιουνίου 2022.
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2022, σχετικά με μέτρα για υψηλό κοινό επίπεδο κυβερνοασφάλειας σε ολόκληρη την Ένωση, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014 και της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 και για την κατάργηση της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1148 (οδηγία NIS 2). Τα κράτη μέλη κλήθηκαν να ενσωματώσουν την οδηγία στην εθνική τους νομοθεσία το αργότερο έως την 18η Οκτωβρίου 2024.
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ηςΔεκεμβρίου 2022, για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων και την κατάργηση της οδηγίας 2008/114/ΕΚ του Συμβουλίου (οδηγία CER). Τα κράτη μέλη κλήθηκαν να ενσωματώσουν την οδηγία στην εθνική τους νομοθεσία το αργότερο έως την 18η Οκτωβρίου 2024.
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 2023 σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών και την κατάργηση της απόφασης-πλαισίου 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Τα κράτη μέλη κλήθηκαν να ενσωματώσουν την οδηγία στην εθνική τους νομοθεσία το αργότερο έως την 12η Δεκεμβρίου 2024.
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Οκτωβρίου 2023, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ)2018/1727 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου όσον αφορά την ψηφιακή ανταλλαγή πληροφοριών σε υποθέσεις τρομοκρατίας που ισχύει από τις 31 Οκτωβρίου 2023.
  • του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 2024, σχετικά με την αυτοματοποιημένη αναζήτηση και ανταλλαγή δεδομένων για την αστυνομική συνεργασία (κανονισμός Prüm II), που ισχύει από τις 25 Απριλίου 2024.

D. Οι οργανισμοί και τα υπόλοιπα όργανα αστυνομικής συνεργασίας

1. Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (ΕυӬπόλ)

Η είναι ένας οργανισμός με βασικό στόχο την ενίσχυση της ασφάλειας της Ευρώπης. Στηρίζει τα κράτη μέλη της ΕΕ στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας, του κυβερνοεγκλήματος και άλλων σοβαρών μορφών οργανωμένου εγκλήματος. Επίσης συνεργάζεται με πολλά κράτη εταίρους εκτός ΕΕ και διεθνείς οργανισμούς. Η ΕυӬπόλ λειτουργεί ως κέντρο υποστήριξης των επιχειρήσεων επιβολής του νόμου και ως κόμβος ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με εγκληματικές δραστηριότητες.

Τα εγκληματικά και τρομοκρατικά δίκτυα μεγάλης κλίμακας αποτελούν σοβαρή απειλή για την εσωτερική ασφάλεια της ΕΕ. Οι μεγαλύτερες απειλές για την ασφάλεια προέρχονται από την τρομοκρατία, το διεθνές λαθρεμπόριο ναρκωτικών και τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την οργανωμένη απάτη, την παραχάραξη νομίσματος και την εμπορία ανθρώπων.

Η ΕυӬπόλ έχει συγκροτήσει τις εξής ειδικές μονάδες, μεταξύ άλλων, για την αντιμετώπιση των εν λόγω απειλών:

  • το Ευρωπαϊκό Κέντρο για τα εγκλήματα στον κυβερνοχώρο (EC3) το οποίο ενισχύει την επιβολή του νόμου όσον αφορά το κυβερνοέγκλημα στην ΕΕ και, ως εκ τούτου, συμβάλλει στην προστασία των πολιτών, των επιχειρήσεων και των κυβερνήσεων της Ευρώπης από το διαδικτυακό έγκλημα·
  • το Ευρωπαϊκό Κέντρο κατά της Παράνομης Διακίνησης Μεταναστών (EMSC) το οποίο στηρίζει τα κράτη μέλη της ΕΕ όσον αφορά τη στοχοθέτηση και την εξάρθρωση των πολύπλοκων και σύνθετων εγκληματικών δικτύων που εμπλέκονται στην παράνομη διακίνηση μεταναστών·
  • το Ευρωπαϊκό Αντιτρομοκρατικό Κέντρο της ΕυӬπόλ (ECTC), ένα επιχειρησιακό κέντρο και κόμβος εμπειρογνωμοσύνης που αντανακλά την αυξανόμενη ανάγκη της ΕΕ να ενισχύσει την αντίδρασή της στην τρομοκρατία·
  • Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Σοβαρού Οργανωμένου Εγκλήματος που παρέχει επιχειρησιακή υποστήριξη σε έρευνες των κρατών μελών σε υποθέσεις προτεραιότητας που σχετίζονται με το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα·
  • τον Συντονισμένο Συνασπισμό κατά του εγκλήματος στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας (IPC3) που παρέχει επιχειρησιακή και τεχνική υποστήριξη στις υπηρεσίες επιβολής του νόμου και σε άλλους εταίρους·
  • το Ευρωπαϊκό Κέντρο Χρηματοοικονομικού και Οικονομικού Εγκλήματος (EFECC), ένα επιχειρησιακό κέντρο για την υποστήριξη των κρατών μελών σε εν εξελίξει υποθέσεις στους τομείς του χρηματοπιστωτικού και οικονομικού εγκλήματος·
  • το FIU.net, ένα αποκεντρωμένο και εξελιγμένο δίκτυο υπολογιστών που υποστηρίζει τις μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών (ΜΧΠ) της ΕΕ στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·
  • τη μονάδα της ΕΕ για την αναφορά διαδικτυακού περιεχομένου (EU IRU) που εντοπίζει και ερευνά κακόβουλο περιεχόμενο στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Η ΕυӬπόλ συστάθηκε βάσει του ομώνυμου κανονισμού. Η έδρα της βρίσκεται στη Χάγη, στις Κάτω Χώρες. Η ΕυӬπόλ εκπονεί διάφορες εκθέσεις, όπως η έκθεση για την κατάσταση και τις τάσεις της τρομοκρατίας στην ΕΕ (), η αξιολόγηση απειλής όσον αφορά το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα (), η αξιολόγηση απειλών όσον αφορά το οργανωμένο έγκλημα στο διαδίκτυο () και μια . Η ΕυӬπόλ δημοσίευσε την πιο πρόσφατη τον Απρίλιο του 2021, την πιο πρόσφατη τον Ιούνιο του 2023 και την πιο πρόσφατη τον Ιούλιο του 2023. Στις 5 Απριλίου 2024, η ΕυӬπόλ υπέβαλε την πρώτη της με τίτλο «Decoding the EU’s most threatening criminal networks» (Αποκωδικοποίηση των απειλητικότερων δικτύων εγκλήματος της ΕΕ).

Προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη λογοδοσία του οργανισμού, συστάθηκε μια μεικτή ομάδα κοινοβουλευτικού ελέγχου (ΜΟΚΕ) για την ΕυӬπόλ βάσει του ομώνυμου κανονισμού. Το άρθρο 88 της ΣΛΕΕ προβλέπει τον έλεγχο των δραστηριοτήτων της ΕυӬπόλ από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από κοινού με τα εθνικά κοινοβούλια. Σύμφωνα με το άρθρο51 του κανονισμού ΕυӬπόλ, «η ΜΟΚΕ παρακολουθεί σε πολιτική βάση τις δραστηριότητες της ΕυӬπόλ κατά την εκπλήρωση της αποστολής της, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις επιπτώσεις τους στα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων». Η διοργανώθηκε στις 18 και 19 Φεβρουαρίου 2024 στη Γάνδη.

Τον Μάιο του 2022 το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενέκριναν νέο για την τροποποίηση της εντολής της ΕυӬπόλ, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 28η Ιουνίου 2022. Ο νέος κανονισμός ΕυӬπόλ καλύπτει βελτιώσεις όσον αφορά την έρευνα και την καινοτομία, την επεξεργασία μεγάλων συνόλων δεδομένων, τη συνεργασία με ιδιωτικούς φορείς και τρίτες χώρες, τη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να εισάγονται νέες καταχωρίσεις στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν βάσει πληροφοριών από τρίτες χώρες, δεδομένου ότι η ΕυӬπόλ μπορεί πλέον να προτείνει στα κράτη μέλη να εισάγουν καταχωρίσεις. Η εκτελεστική διευθύντρια της ΕυӬπόλ μπορεί επίσης να προτείνει την έναρξη εθνικής έρευνας για μη διασυνοριακά εγκλήματα που θίγουν κοινό συμφέρον το οποίο καλύπτεται από πολιτική της ΕΕ.

2. Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την κατάρτιση στον τομέα της επιβολής του νόμου (CEPOL)

Ο επικεντρώνεται στην ανάπτυξη, την εφαρμογή και τον συντονισμό της κατάρτισης των οργάνων επιβολής του νόμου. Συμβάλλει σε μια ασφαλέστερη Ευρώπη διευκολύνοντας τη συνεργασία και την ανταλλαγή γνώσεων μεταξύ των οργάνων επιβολής του νόμου από τα κράτη μέλη της ΕΕ και, σε κάποιο βαθμό, από τρίτες χώρες, επί θεμάτων που απορρέουν από τις προτεραιότητες της ΕΕ στον τομέα της ασφάλειας· συγκεκριμένα, από τον κύκλο πολιτικής της ΕΕ για το σοβαρό και οργανωμένο έγκλημα. Ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την κατάρτιση στον τομέα της επιβολής του νόμου συστάθηκε από τον ομώνυμο κανονισμό. Η έδρα του βρίσκεται στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας.

3. Μόνιμη Επιτροπή Επιχειρησιακής Συνεργασίας σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας (COSI)

Σύμφωνα με το άρθρο 71 της ΣΛΕΕ, «συνιστάται μόνιμη επιτροπή εντός του Συμβουλίου προκειμένου να διασφαλισθούν εντός της Ένωσης η προώθηση και η ενίσχυση της επιχειρησιακής συνεργασίας σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας. Η επιτροπή αυτή, με την επιφύλαξη του άρθρου 240, προάγει τον συντονισμό της δράσης των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Οι αντιπρόσωποι των σχετικών λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης μπορούν να συμμετέχουν στις εργασίες της. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθώς και τα κοινοβούλια των κρατών μελών ενημερώνονται για τις εργασίες». Η Μόνιμη Επιτροπή Επιχειρησιακής Συνεργασίας σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας (COSI) συστάθηκε βάσει της , για τη σύσταση της μόνιμης επιτροπής όσον αφορά την επιχειρησιακή συνεργασία για την εσωτερική ασφάλεια ((2010/131/ΕΕ).

4. Κέντρο Ανάλυσης Πληροφοριών της ΕΕ (INTCEN)

Το Κέντρο ανάλυσης πληροφοριών της ΕΕ (INTCEN) δεν αποτελεί, με τη στενή έννοια του όρου, φορέα αστυνομικής συνεργασίας, καθώς αποτελεί Διεύθυνση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) και ασχολείται αποκλειστικά με τη στρατηγική ανάλυση. Ωστόσο, συμβάλλει στην αστυνομική συνεργασία με την εκπόνηση αξιολογήσεων των απειλών, που βασίζονται στα στοιχεία που του παρέχουν οι υπηρεσίες πληροφοριών, ο στρατός, το διπλωματικό σώμα και οι αστυνομικές υπηρεσίες. Η συμβολή του ΙΝTCEN μπορεί να είναι χρήσιμη και από επιχειρησιακή σκοπιά, όταν παρέχει, για παράδειγμα, πληροφορίες σε ολόκληρη την ΕΕ σχετικά με τους προορισμούς, τα κίνητρα και τις κινήσεις των τρομοκρατών.

Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Το Κοινοβούλιο έχει διαδραματίσει βασικό ρόλο στη διαμόρφωση της νομοθεσίας της ΕΕ στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας, καθιστώντας την ασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών πολιτική προτεραιότητα. Επιπλέον, στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, εργάζεται για τη βελτίωση της αστυνομικής συνεργασίας επί ίσοις όροις με το Συμβούλιο.

Το κύριο όργανο της αστυνομικής συνεργασίας είναι η ΕυӬπόλ, η οποία αποτελεί κεντρικό πυλώνα της ευρύτερης ενωσιακής υποδομής για την εσωτερική ασφάλεια. Στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της ΕυӬπόλ, το Κοινοβούλιο τάχθηκε ενεργά υπέρ ενός διεξοδικότερου κοινοβουλευτικού ελέγχου και της βελτίωσης των κανόνων προστασίας των δεδομένων. Το (δυνάμει της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας) στην ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της ΕυӬπόλ μετά την που εγκρίθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2020. Η νέα αρμοδιότητα επιτρέπει στην ΕυӬπόλ να επεξεργάζεται μεγάλα σύνολα δεδομένων και να αναπτύσσει νέες τεχνολογίες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των αρχών επιβολής του νόμου. Ενισχύει επίσης το πλαίσιο της ΕυӬπόλ για την προστασία των δεδομένων και την κοινοβουλευτική εποπτεία. Ο αναθεωρημένος κανονισμός της ΕυӬπόλ εφαρμόστηκε τον Ιούνιο του 2022.

Κατά τη διάρκεια διαφόρων συζητήσεων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της ελευθερίας της έκφρασης, το Κοινοβούλιο καταδίκασε τις τρομοκρατικές επιθέσεις στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο και ζήτησε ενότητα και ισχυρή αντίδραση. Το Κοινοβούλιο ζήτησε επίσης να καταβληθούν πρόσθετες προσπάθειες για την προώθηση των θεμελιωδών ελευθεριών ενώ αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη να αντιμετωπιστούν επειγόντως οι διαδικτυακές εκφάνσεις της ριζοσπαστικοποίησης και της ρητορικής μίσους.

Στις 17 Δεκεμβρίου 2020, το Κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα σχετικά με τη στρατηγική της ΕΕ για την Ένωση Ασφάλειας για την περίοδο 2020-2025, έπειτα από πρόταση της στις 24 Ιουλίου 2020. Η στρατηγική προτείνει τα εργαλεία και τα μέτρα που θα αναπτυχθούν την επόμενη πενταετία για τη διασφάλιση της ασφάλειας στο φυσικό και ψηφιακό περιβάλλον μας. Θα χρησιμοποιηθούν σε ένα ευρύ φάσμα ενεργειών που θα εκτείνεται από την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος έως την πρόληψη και τον εντοπισμό υβριδικών απειλών και την αύξηση της ανθεκτικότητας των υποδομών ζωτικής σημασίας, αλλά και την προώθηση της κυβερνοασφάλειας, της έρευνας και της καινοτομίας.

Στις 6 Οκτωβρίου 2021, το Κοινοβούλιο ενέκρινε σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη στο ποινικό δίκαιο και τη χρήση της από την αστυνομία και τις δικαστικές αρχές σε ποινικές υποθέσεις. Οι βουλευτές του ΕΚ επεσήμαναν τον κίνδυνο αλγοριθμικής μεροληψίας στις εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης και τόνισαν την ανάγκη για ανθρώπινη εποπτεία προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν διακρίσεις. Ζήτησαν επίσης την αναστολή της ανάπτυξης συστημάτων αναγνώρισης προσώπου για σκοπούς επιβολής του νόμου. Στις 13 Μαρτίου 2024, το Κοινοβούλιο ενέκρινε νομοθετικό ψήφισμα σχετικά με την πρόταση κανονισμού για τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη (πράξη για την ΤΝ). Ο κανονισμός θεσπίζει υποχρεώσεις για τα συστήματα και τους παρόχους ΤΝ, με βάση τους δυνητικούς κινδύνους και τις επιπτώσεις της ΤΝ, διασφαλίζοντας παράλληλα την ασφάλεια και τη συμμόρφωση με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η χρήση συστημάτων βιομετρικής ταυτοποίησης από τις αρχές επιβολής του νόμου απαγορεύεται καταρχήν, εκτός από εξαντλητικά απαριθμούμενες και στενά καθορισμένες περιπτώσεις.

Το Κοινοβούλιο συμμετέχει στην αξιολόγηση και τον έλεγχο των ακολούθων στοιχείων και επανεξετάζει τις σχετικές νομοθετικές προτάσεις:

  • την ανακοίνωση της Επιτοπής με τίτλο «», που εγκρίθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2020·
  • τη «» της Επιτοπής, η οποία δημοσιεύτηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2020 και πότεινε νέους κανόνες για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας φυσικών και ψηφιακών κρίσιμων οντοτήτων·
  • τη «» της Επιτοπής, που παρουσιάστηκε στις 14 Απριλίου 2021·
  • την ανακοίνωση της Επιτοπής σχετικά με τον , που εκδόθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2023·
  • την ανακοίνωση της Επιτοπής σχετικά με την , η οποία εκδόθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2023.

Για να διασφαλιστεί ότι οι αρχές επιβολής του νόμου σε ολόκληρη την ΕΕ μπορούν να συνεργάζονται καλύτερα βάσει εκσυγχρονισμένων κοινών κανόνων, στις 8 Δεκεμβρίου 2021 η Επιτροπή την κατάρτιση ενός για την απλούστευση του υφιστάμενου συνονθυλεύματος διαφόρων εργαλείων της ΕΕ και πολυμερών συμφωνιών συνεργασίας. Τα προτεινόμενα μέτρα περιλαμβάνουν σύσταση για την επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία, νέους κανόνες για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου σε όλα τα κράτη μέλη και αναθεωρημένους κανόνες σχετικά με τις αυτοματοποιημένες ανταλλαγές δεδομένων για την αστυνομική συνεργασία στο πλαίσιο του «Prüm». Το Κοινοβούλιο συμμετείχε στην έγκριση των προτεινόμενων μέτρων.

Το Κοινοβούλιο προσφάτως προετοίμασε εκθέσεις και ψηφίσματα σχετικά με τα ακόλουθα θέματα: την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και την προστασία των θυμάτων· την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της εξ οικείων βίας· τη βία στον κυβερνοχώρο· τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στο διαδίκτυο· το κυβερνοέγκλημα και την κυβερνοασφάλεια· τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας· τις ευρωπαϊκές εντολές υποβολής και διατήρησης ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις· τη μεταρρύθμιση των κανόνων σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και με το ψηφιακό απόρρητο· την αναθεώρηση του κώδικα συνόρων του Σένγκεν· την ψηφιοποίηση των διαδικασιών έκδοσης θεωρήσεων· τη συνεργασία στον τομέα της επιβολής του νόμου· τη συλλογή και διαβίβαση εκ των προτέρων πληροφοριών για τους επιβάτες· την τρομοκρατία και τη βίαιη ριζοσπαστικοποίηση· το παρεμβατικό κατασκοπευτικό λογισμικό· τις εξωτερικές παρεμβάσεις και την παραπληροφόρηση· και την ανταλλαγή πληροφοριών και δεδομένων με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η συνεργασία και οι πολιτικές στον τομέα της αστυνόμευσης και της εσωτερικής ασφάλειας εξελίσσονται συνεχώς, με έμφαση στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των απειλών και της εγκληματικότητας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και, όσον αφορά συγκεκριμένα το Κοινοβούλιο, πρέπει να συνάδουν με τους κανόνες για τα θεμελιώδη δικαιώματα και την προστασία των δεδομένων. Ενώ έχει γίνει πλήρης αναθεώρηση των κανόνων που ισχύουν για τους οργανισμούς αστυνομικής συνεργασίας της ΕΕ, θα χρειαστούν συντονισμένες προσπάθειες για την περαιτέρω ενίσχυση των μέτρων αστυνομικής συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά την ανταλλαγή δεδομένων και αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών και μεταξύ αυτών και των οργανισμών της ΕΕ. Το Κοινοβούλιο έχει καλέσει τα κράτη μέλη να προβούν στις αναγκαίες τεχνικές βελτιώσεις στον τομέα της τυποποίησης όσον αφορά την ποιότητα των δεδομένων και να θεσπίσουν ένα νομικό πλαίσιο για μια μελλοντική προσέγγιση της «εξ ορισμού ανταλλαγής πληροφοριών». Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ θα πρέπει να ασχοληθεί προσεκτικά με τις προκλήσεις που απορρέουν από τις νέες τεχνολογίες, την τεχνητή νοημοσύνη, την κρυπτογράφηση και τη διαλειτουργικότητα των συστημάτων πληροφοριών για τα σύνορα, την ασφάλεια και τη μετανάστευση.

Καθώς αυξάνεται ο αριθμός των καθηκόντων και των προσδοκιών, πρέπει να εξασφαλιστούν επαρκείς οικονομικοί και ανθρώπινοι πόροι για τους οργανισμούς της ΕΕ.

Το Κοινοβούλιο αποτελεί πλέον έναν πλήρως ανεπτυγμένο θεσμικό παράγοντα στον τομέα των πολιτικών εσωτερικής ασφάλειας και θα πρέπει να διαδραματίσει σημαντικότερο ρόλο στην αξιολόγηση και τη χάραξη των πολιτικών αστυνομικής συνεργασίας.

Alessandro Davoli